Κιλκίς 4 Φεβρουαρίου,
εμφορούμενος από λύπη και μεγάλο προβληματισμό, για αυτά που γίνονται στην
δόλια μας την Πατρίδα, ακολούθησα και εγώ σιωπηλώς την πορεία
διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας, ενάντια στα μέτρα εξόντωσης
της ήδη εξαθλιωμένης κοινωνίας μας, η οποία ομολογουμένως είχε μεγάλη συμμετοχή
για τα τοπικά μας δεδομένα και μάλιστα διαπίστωσα με χαρά πως την
αποτελούσαν συμπολίτες μας διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων και πεποιθήσεων,
πλην του ΠΑΜΕ ( που δυστυχώς κρατά πάντα αποστάσεις). Περπατώντας
θυμήθηκα ότι σήμερα είναι ημέρα μνήμης για έναν μεγάλο αγωνιστή του
Έθνους μας τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Σημαδιακή η σημερινή ημέρα μονολογώ.
Έτσι αποφάσισα να αφιερώσω
στην μνήμη του δύο λόγια ως μνημόσυνο.
Ήταν λοιπόν 4 Φεβρουαρίου
του 1843. όταν ο «γέρος του Μοριά» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο ηγέτης της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821 αφήνει την τελευταία του πνοή.
(…) « Όταν αποφασήσαμε να
κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν
έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε
κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα
βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας
μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι
πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό
το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
(…) «Μόνο ένας Έλληνας να
μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάνεις δική
σου, βγάλ’ ντο από τον νου σου».
(από επιστολή του στον Ιμπραήμ)
(από επιστολή του στον Ιμπραήμ)
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
δεν έφυγε από την ζωή από εχθρικό βόλι σε κάποια απ’ τις τόσες μάχες που έδωσε.
Ούτε στην λαιμητόμο όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβερνήσεως του
Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου πέρασε
6 μήνες φυλακισμένος.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, όπως εύχεται ή Εκκλησία μας, από εγκεφαλική συμφόρηση.
Και να πώς:
Την βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
«Έπαθε αποπληξία (τον βρήκε κόλπος όπως λένε) κατά τον ύπνο, «κατά την 4η ώρα της νύκτας». Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, όπως εύχεται ή Εκκλησία μας, από εγκεφαλική συμφόρηση.
Και να πώς:
Την βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
«Έπαθε αποπληξία (τον βρήκε κόλπος όπως λένε) κατά τον ύπνο, «κατά την 4η ώρα της νύκτας». Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια.
Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο:
«σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους
φυλάξεις».
Το ημερολόγιο έγραφε 4 Φεβρουαρίου 1843 και «ώρα 11η» πρωινή»,
Το ημερολόγιο έγραφε 4 Φεβρουαρίου 1843 και «ώρα 11η» πρωινή»,
όταν άφησε σε ηλικία 73
ετών την αγαπημένη του Πατρίδα και «πέταξε» στους ουρανούς και πήγε στην
αγκαλιά της Παναγίας, στην οποία τόση πίστη και αγάπη είχε.
Όλα τα καταστήματα
και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν και πλήθος κόσμου συνέρρεε στο
σπίτι του. Οι παλαιοί συναγωνιστές του τον καταφιλούσαν και έκλαιγαν με
αναφιλητά. Κηρύχθηκε τριήμερων δημόσιο πένθος.
Πράγματι σημαδιακή αυτή η
ημέρα, κλειστά τα καταστήματα και οι υπηρεσίες, όμως για άλλον λόγο
τώρα, για τον «θάνατο» της ελληνικής κοινωνίας, στον οποίο οδήγησαν
και οδηγούν δυστυχώς τους Έλληνες οι οικονομικοί εκτελεστές, οι οποίοι έχουν
εισβάλει εδώ και έξι σχεδόν χρόνια στην Πατρίδα μας, αφού οι κυβερνώντες
αυτής της περιόδου λειτούργησαν ως σύγχρονοι Εφιάλτες.
Η ανησυχία, η αβεβαιότητα,
ο προβληματισμός, οι συνωμοσιολογίες στα καφενεία και στις διάφορες παρέες και
συγκεντρώσεις, διάχυτα σε όλη την ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία προδομένη, η
οποία δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη στην πολιτική και τους πολιτικούς, οι οποίοι
έχουν γίνει «κόκκινο» πανί και δεν τολμούν να εμφανιστούν στην
δοκιμαζόμενη κοινωνία και στα πρόσφατα μπλόκα των αγροκτηνοτρόφων.
Κλείνοντας εύχομαι για μια
ακόμη φορά, να μην ξανά ζήσουμε την περίοδο εκείνη, του επάρατου διχασμού. Όμως
για να το πετύχουμε αυτό, και για να πάμε μπροστά, θα πρέπει να
κοιτάξουμε πίσω, αντιγράφοντας τις ένδοξες στιγμές της ομοψυχίας, απορρίπτοντας
παραλλήλως αυτές της επάρατης διχόνοιας.
Γράφει
Ευάγγελος Μαυρογόνατος